- παρουάτιος
- παρουάτιος [ᾰτ], ον, ([etym.] οὖς)A with hanging ears,
κύνες Call.Dian.91
(nisi leg. παρουαίους, = παρώους).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύνες Call.Dian.91
(nisi leg. παρουαίους, = παρώους).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρουάτιος — ον Α (για σκύλους) ο με αφτιά κρεμασμένα προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ουάτιος(βλ. λ. ους), πρβλ. υπ ουάτιος] … Dictionary of Greek